ιππολόγος

ιππολόγος
ο
επιστήμονας που ασχολείται με την ιππολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσο-λόγος, παπυρο-λόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιππολογία — η [ιππολόγος] κλάδος τής ζωοτεχνίας που ασχολείται με τη μελέτη τού ίππου …   Dictionary of Greek

  • ιππολογικός — ή, ό [ιππολόγος] αυτός που αναφέρεται στην ιππολογία. επίρρ... ιππολογικώς κατά την ιππολογία, από ιππολογική άποψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”